Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νοσολογικός -ή -ό [nosolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη νοσολογία.
νοσολογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. nosologique < nosolog(ie) = νοσολο γ(ία) -ique = -ικός]