Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νοσοκομείο το [nosokomío] Ο39 : δημόσιο ίδρυμα όπου νοσηλεύονται οι άρρωστοι και οι τραυματίες· (πρβ. κλινική): Γενικό ~. ~ παίδων / λοιμωδών νόσων. Στρατιωτικό / πλωτό ~. H χειρουργική / η παιδιατρική κλινική ενός νοσοκομείου. ~ εκατό κλινών. Ο θάλαμος / το κρεβάτι / το προσωπικό του νοσοκομείου. Εισαγωγή ενός αρρώστου στο ~. Παίρνω εισιτήριο / εξιτήριο για / από το ~. Mπαίνω στο ~ για να κάνω εγχείρηση. Έγινε καλά και βγήκε απ΄ το ~. Nοσηλεύτηκε τρεις μήνες στο ~.
[λόγ. < ελνστ. νοσοκομεῖον]
[Λεξικό Κριαρά]
- νοσοκομείον το.
-
- α) Νοσοκομείο:
- κάμε νοσοκομεία, να εξαρρωσταίνουσιν όσοι … αρρωστήσουσιν (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 144)·
- β) προκ. για μοναστηριακό αναρρωτήριο:
- (Διαθ. Μαγγ. 47), (Προσκυν. Ιβ. 845 858).
[<ουσ. νοσοκόμος + κατάλ. ‑είον. Η λ. τον 4. αι. (TLG) και σήμ. (‑ο)]
- α) Νοσοκομείο: