Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νοσηλεία η [nosilía] Ο25 : το σύνολο των ιατρικών φροντίδων που είναι απαραίτητες για τη θεραπεία ενός αρρώστου: Aσθένειες που απαιτούν μακροχρόνια ~ σε νοσοκομείο.
[λόγ. < ελνστ. νοσηλεία (διαφ. το αρχ. νοσηλεία `έκκριμα από πληγή΄)]