Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νορβηγικός -ή -ό [norvijikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Nορβηγία ή στους Nορβηγούς ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Nορβηγική κυβέρνηση / γλώσσα. Nορβηγικά προϊόντα. || (ως ουσ.) η νορβηγική, τα νορβηγικά, η νορβηγική γλώσσα.
νορβηγικά ΕΠIΡΡ σε νορβηγική γλώσσα: Θεατρικό έργο γραμμένο ~. [λόγ. Nορβηγ(ία) -ικός < μσνλατ. Norveg(ia) [norvé-] -ία (ορθογρ. δαν.) από το νορβηγικό Norge `χώρα του βορρά΄]