Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νοοτροπία η [nootropía] Ο25 : το σύνολο των αντιλήψεων και των πεποιθήσεων ενός ατόμου ή μιας κοινωνικής ομάδας, που καθορίζουν τον τρόπο της σκέψης τους, την τοποθέτησή τους απέναντι στα προβλήματα της ζωής και τη συμπεριφορά τους: H ~ του Έλληνα διαφέρει από τη ~ άλλων λαών. H ~ της νεολαίας άλλαξε πολύ τα τελευταία χρόνια. Έχει μια περίεργη ~ στα θέματα της ηθικής.
[λόγ. νοο- (νους) + τρόπ(ος) -ία]