Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νομοταγής -ής -ές [nomotajís] Ε10 : που υπακούει στους νόμους, που ζει σύμφωνα με αυτούς: ~ πολίτης / λαός.
[λόγ. νομο- 1 + θ. ταγ- του αρχ. ρ. τάσσω `τοποθετώ΄ -ής κατά το ελνστ. ὁμοταγής `τοποθετημένος στην ίδια σειρά΄]