Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νομικός ο [nomikós] Ο17 θηλ. νομικός [nomikós] Ο34 : αυτός που έχει σπουδάσει νομικά, π.χ. δικηγόρος, δικαστής κτλ.
[λόγ. < ελνστ. νομικός `δικηγόρος, συμβολαιογράφος΄ ουσιαστικοπ. αρσ. του αρχ. επιθ. νομικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Κριαρά]
- νομικός, επίθ.
-
- 1) Νόμιμος:
- την νομικήν του γυναίκα (Νομοκριτ. 66· Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. δ́ [39]).
- 2) Που ανήκει ή αναφέρεται στον Ιουδαϊκό νόμο:
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 63)·
- το Πάσχα το νομικόν, ήγουν των Εβραίων (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 264r).
- Το αρσ. ως ουσ. = (εκκλ.) κατώτερος αξιωματούχος:
- ιερεύς …και νομικός της μονής (Νεκρολ. φ. 75v).
[αρχ. επίθ. νομικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Νόμιμος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νομικός -ή -ό [nomikós] Ε1 : 1α.που έχει σχέση με τη μελέτη των νόμων, του δικαίου: Nομική επιστήμη. Nομική Σχολή. Nομικό σύγγραμμα. Nομικές σπουδές. || ~ σύμβουλος / νομικό συμβούλιο, που εξετάζει από νομική άποψη τις διάφορες υποθέσεις. β. που στηρίζεται στο νόμο ή που προκύπτει από αυτόν: Nομική κατοχύρωση. Nομικό κώλυμα. Nομικό δίκαιο, που υπαγορεύεται από τους κείμενους νόμους. γ. που υπάρχει μόνο κατά το νόμο και όχι στην πραγματικότητα. ANT φυσικός: Nομικό πρόσωπο (δημοσίου / ιδιωτικού δικαίου), οργανωμένη ένωση προσώπων με σκοπό την πραγματοποίηση ορισμένου θεμιτού σκοπού. 2. (ως ουσ.) α. ο νομικός*. β. η νομι κή, η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη του δικαίου. γ. η Nομική, η αντίστοιχη πανεπιστημιακή σχολή: Φοιτητής της Nομικής. Έχει πτυχίο Nομικής. δ. τα νομικά, η νομική επιστήμη: Σπουδάζει νομικά.
νομικά ΕΠIΡΡ: Εξετάζω ένα ζήτημα ~. Kατοχυρώνομαι ~. [λόγ. < αρχ. νομικός `γνώστης του νόμου΄, ελνστ. νομική]