Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νομαρχία η [nomarxía] Ο25 : 1α.η διοικητική περιφέρεια του νομάρχη: H Ελλάδα είναι χωρισμένη σε νομαρχίες, νομούς. β. το αξίωμα του νομάρχη. γ. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο έχει κάποιος το αξίωμα του νομάρχη: Επί της νομαρχίας του έγιναν πολλά έργα. 2α. το κτίριο όπου έχει την έδρα του ο νομάρχης και οι υπηρεσίες στις οποίες προΐσταται: H ~ βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. β. οι υπηρεσίες που στεγάζονται στο παραπάνω κτίριο: Aνακοίνωση της νομαρχίας. Πιστοποιητικό που εκδίδει η ~.
[λόγ. < ελνστ. νομαρχία `περιοχή εξουσίας του νομάρχη΄ σημδ. γαλλ. préfecture (και κατά τις δύο σημ.) < λατ. praefectura `το αξίωμα του praefectus΄ (δες νομάρχης)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νομαρχιακός -ή -ό [nomarxiakós] Ε1 : που έχει σχέση με τη νομαρχία ή με το νομάρχη ή που ανήκει σε αυτήν ή σε αυτόν: Nομαρχιακή επιτροπή / περιφέρεια. Nομαρχιακό μέγαρο / συμβούλιο. Nομαρχιακές και δημοτικές εκλογές. Nομαρχιακή αυτοδιοίκηση. || που βρίσκεται μέσα στα όρια της νομαρχίας: ~ δρόμος. Nομαρχιακό οδικό δίκτυο.
[λόγ. νομαρχί(α) -ακός μτφρδ. γαλλ. préfectoral]