Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νομίμως
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
νομίμως επίρρ.
  • 1) Σύμφωνα με τους νόμους:
    • (Ελλην. νόμ. 54720).
  • 2) (Εκκλ.) σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες:
    • όσους αφορίζουν (ενν. οι αρχιερείς) νομίμως εις πταίσιμον (Ιστ. πατρ. 1185).

[αρχ. επίρρ. νομίμως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες