Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νομίζω [nomízo] -ομαι Ρ2.1 παθ. στη σημ. 2 : 1α.έχω τη γνώμη, πιστεύω: ~ ότι έκανα το καθήκον μου / ότι έχει δίκιο. Tι νομίζεις ότι πρέπει να κάνω; Kάνε όπως νομίζεις (καλύτερα). β. έχω την εντύπωση, υποθέτω: Εδώ είσαι ακόμη; Nόμιζα πως είχες φύγει. 2. θεωρώ, πιστεύω ότι κάποιος ή κτ. έχει ορισμένη ιδιότητα, του αποδίδω κάποια ιδιότητα: Tον νόμιζα φίλο μου, όμως αποδείχτηκε εχθρός. Δεν τον ~ ικανό για κάτι τέτοιο. Mη με νομίσεις αχάριστο, επειδή δε σου έδειξα την ευγνωμοσύνη μου. Δεν το ~ σωστό αυτό που έγινε. Aς μη νομιστεί ότι υπάρχει κακή πρόθεση στις ενέργειές μου.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. νομίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- νομίζω.
-
- Ά Μτβ.
- 1) Φρονώ, έχω τη γνώμη:
- (Διγ. Z 3224, 3539)·
- φρ. νομίζω καθ’ εαυτόν = σκέφτομαι, σχεδιάζω:
- (Διγ. Z 3016), (Βίος Αλ. 3843).
- 2) Πιστεύω· αποκτώ τη βεβαιότητα, πείθομαι:
- Αυτά τα λόγια ωσάν τα ήκουσεν η κόρη, ενόμισεν ότι είναι αληθινά (Διγ. Άνδρ. 39710).
- 3)
- α) Εκλαμβάνω, θεωρώ:
- (Σφρ., Χρον. 11614), (Χειλά, Χρον. 349)·
- β) μου φαίνεται κάπ. σαν …:
- ώσπερ στήλη έμψυχος ημίν νομιζομένη (ενν. η κόρη) (Διγ. Gr. 2663).
- α) Εκλαμβάνω, θεωρώ:
- 4) Εικάζω, υποθέτω· έχω την εντύπωση, φαντάζομαι:
- Τούτο μη ψεύδος, … υπολάβῃς και μη νομίσῃς άλλον τι (Καλλίμ. 2274)·
- αντίς εμέναν κράτει το (ενν. το μαξιλάριν), … νόμιζε ότι είμαι μετά σε (Λίβ. Sc. 2934· Προδρ. III 253).
- 5) Αναγνωρίζω· ανακηρύσσω:
- της Μπολόνιας … αυθέντης ενομίσθη (Κορων., Μπούας 72).
- 1) Φρονώ, έχω τη γνώμη:
- Β́ Αμτβ.
- 1) Παρενθετικά
- α) (επιτ.) φρονώ, έχω τη γνώμη:
- ήμουν … εις την ανδρείαν τοσούτος, τέτοιος, νομίζω, ο καιρός να σε το αναδιδάξει (Λίβ. (Lamb.) N 103)·
- β) έχω την αίσθηση, την εντύπωση· φαντάζομαι:
- (Λόγ. παρηγ. L 134).
- α) (επιτ.) φρονώ, έχω τη γνώμη:
- 2) Νομίζω, θαρρώ· λογαριάζω:
- αποδημεί εκ την χώραν, …, χρόνον ήμισυ, νομίζω (Λίβ. Sc. 2250).
- 1) Παρενθετικά
[αρχ. νομίζω. Η λ. και σήμ.]
- Ά Μτβ.