Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νομέας ο [noméas] Ο21 : (νομ.) αυτός που έχει τη νομή 2 ενός πράγματος.
[λόγ. < αρχ. νομεύς, αιτ. -έα `τσοπάνος, διανομέας΄ κατά τη σημ. της λ. νομή 2]