Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοθεία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοθεία η [noθía] Ο25 : αλλοίωση της ουσίας ή της μορφής ενός πράγματος με τέτοιον τρόπο, ώστε να φαίνεται γνήσιο. α. προσθήκη σε ένα καταναλωτικό αγαθό συστατικών κατώτερης ποιότητας, με σκοπό την εξαπάτηση του καταναλωτή και το παράνομο κέρδος: ~ του λαδιού / του γάλακτος / των τροφίμων / της βενζίνης. β. παράνομη αλλαγή στοιχείων ή παράνομη επέμβαση, που οδηγεί στην αλλοίωση ενός αποτελέσματος, συμπεράσματος κτλ.: Έγινε ~ στις εκλογές. Bία και ~.

[λόγ. < ελνστ. νοθεία `γέννηση χωρίς γάμο, μη γνησιότητα ενός συγγράμματος΄ σημδ. γαλλ. adultération, altération]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες