Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοητικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοητικός -ή -ό [noitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη νόηση: Nοητική ανεπάρκεια / καθυστέρηση / υστέρηση, διανοητική. Nοητικές λειτουργίες / ικανότητες. νοητικά ΕΠIΡΡ: Άτομα που υστερούν ~, που η νοημοσύνη τους είναι κάτω από το φυσιολογικό όριο.

[λόγ. < αρχ. νοητικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες