Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νοερός, επίθ.
-
- 1) Που έχει την ικανότητα της νόησης, νοήμονας, λογικός:
- έδωσέ του (ενν. ο Θεός του ανθρώπου) ψυχήν νοεράν διά να εννοεί το καλόν και το κακόν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 59r).
- 2)
- α) Που γίνεται αντιληπτός μόνο με το νου, νοητός:
- υιέ, το φως το νοερόν της όλης μου καρδίας (Φλώρ. 1167)·
- β) (προκ. για το Χριστό):
- ο σωτήρ μου, ο νοερός λέων (Φυσιολ. 3394‑5)·
- την νοεράν πηγήν, τον του Θεού λόγον (Φυσιολ. (Kaim.) 20b13)·
- γ) (προκ. για το διάβολο):
- τον νοερόν δράκοντα (Φυσιολ. 35617).
- α) Που γίνεται αντιληπτός μόνο με το νου, νοητός:
- 3) Που δε γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις, άυλος:
- όλα τα όντα τα κτιστά, τόσον νοερά όσον και αισθητά (Βελλερ., Επιστ. 53)·
- έκφρ. νοερός οίκος = προκ. για την ψυχή:
- (Φυσιολ. (Kaim.) 79a16).
- 4) Πνευματικός, που έχει πνευματική σχέση με κάπ.:
- νοερά τέκνα (Φυσιολ. (Kaim.) 28b10).
- 5) (Προκ. για λόγο, φράση) αλληγορικός:
- «συκάμινα κνίζων», νοερόν ρήμα (Φυσιολ. (Kaim.) 138b5).
[αρχ. επίθ. νοερός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που έχει την ικανότητα της νόησης, νοήμονας, λογικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νοερός -ή -ό [noerós] Ε1 : για κτ. που γίνεται μόνο με το νου ή που υπάρχει μόνο στο νου, στη φαντασία, για κτ. που δεν παίρνει υλική μορφή: Nοερά ταξίδια. Nοερές εικόνες.
νοερά ΕΠIΡΡ: Γυρίζω ~ στα παιδικά μου χρόνια. Mε την προσθετική φαντασία ο αρχαιολόγος προσπαθεί να συμπληρώσει ~ τα λείψανα του αρχαίου μνημείου. [λόγ. < αρχ. νοερός]