Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νοβοκαΐνη η [novokaíni] Ο30 : ουσία που χρησιμοποιείται ως τοπικό αναισθητικό φάρμακο.
[λόγ. < γερμ. Novoca(in) -ίνη (Novocain: απλολ. *Novococain < λατ. novo- = `νεο-΄ + Cocain `κοκαΐνη΄)]