Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νοίκιασμα το [níkazma] Ο49 : η ενέργεια του νοικιάζω· ενοικίαση: Tο σπί τι το έχω για ~, δε θα μείνω εγώ. || Tι συμφέρει περισσότερο, το ~ ή η αγορά διαμερίσματος;
[νοικιασ- (νοικιάζω) -μα]