Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νιώθω [nóθo] Ρ αόρ. ένιωσα, απαρέμφ. νιώσει : I.ΣYN αισθάνομαι. 1α. έχω ένα αίσθημα, δέχομαι ένα εξωτερικό ή εσωτερικό ερέθισμα και αντιδρώ σε αυτό: ~ έναν πόνο στο στομάχι. ~ την πείνα / το κρύο / το άρωμα των λουλουδιών. Ένιωσε να ζαλίζεται / να πέφτει / τη γη να τρέμει. || ~ άρρωστος / καλά / άσχημα. β. για να δηλώσουμε ότι ένα τμήμα ή ένα μέλος του σώματός μας διατηρεί την αισθητικότητά του: Tα πόδια του είναι νεκρά, δεν τα νιώθει καθόλου. || (επέκτ.): Δεν τη ~ τη μέση μου / τα πόδια μου (από την κούραση / τον πόνο), είναι μουδιασμένα. γ. διατηρώ, έχω τις αισθήσεις μου: Έπεσε σε κώμα, δε νιώθει πια. 2α. έχω ένα συναίσθημα: ~ χαρά / λύπη / αγάπη / απογοήτευση. ~ την αγανάκτηση να με πνίγει. || βρίσκομαι σε μια συναισθηματική κατάσταση: ~ χαρούμενος / δυστυχισμένος. || έχω την αίσθηση ή την εντύπωση ότι βρίσκομαι σε μια πραγματική ή φανταστική κατάσταση: ~ νέος / γέρος / ελεύθερος. (έκφρ.) ~ μείον*. β. αντιλαμβάνομαι και συμμερίζομαι τα συναισθήματα ή την κατάσταση κάποιου: ~ τη χαρά του / τη δυστυχία του / τα προβλήματά του. || ~ κπ., τον καταλαβαίνω και τον συμμερίζομαι: Είσαι αδελφός μου και σε ~. Δεν έχω έναν άνθρωπο που να με νιώθει. γ. για να δηλώσουμε ότι αποδίδουμε μια ιδιότητα σε κπ., στη σχέση του μ΄ εμάς: Σε ~ δικό μου άνθρωπο / σαν αδελφό. 3α. συναισθάνομαι: Tο ένιωσα το λάθος μου και μετάνιωσα. ~ την αδυναμία / τις ευθύνες μου. β. προαισθάνομαι: ~ την απειλή του πολέμου. γ. διαισθάνομαι: Tο ~ ότι με αντιπαθεί. 4. συνειδητοποιώ κτ., συνήθ. δυσάρεστο ή υφίσταμαι τις συνέπειες κάποιας δυσάρεστης κατάστασης: Είναι μικρός και δεν ένιωσε ακόμα τι είναι ο κόσμος. Δεν ένιωσε στη ζωή του την πείνα και τη φτώχεια. 5. συγκινούμαι από κτ. που έχει αισθητική αξία: ~ την ομορφιά της φύσης / τη μουσική. II. (οικ.) αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: Tου μιλάς και δε νιώθει τι του λες. || (έκφρ.) ~ από κτ., έχω γνώσεις επάνω σε ένα συγκεκριμένο τομέα: Δε ~ από μουσική / από μαθηματικά, δεν έχω ιδέα.
[μσν.(;) νοιώθω < *εννοιώ (< αρχ. ἔννοι(α) -ώ, σύγκρ. νοιάζομαι) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. νοιωσ- κατά το σχ.: κλωσ- (έκλωσα) - κλώθω, αλεσ- (άλεσα) - αλέθω (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- νιώθω· νιώνω.
-
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω κ.:
- (Κυπρ. ερωτ. 1713)·
- τα πάθη της δε γνώθουσι, ουδέ τα κουρφά τση ενιώσα (Ερωτόκρ. Γ́ 35)·
- β) αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση κάπ.:
- μη θορυβηθείς και νιώσουν σε εις άλλον (Βέλθ. 920)·
- γ) (συνεκδ.) αναγνωρίζω:
- το τραγούδιν ήκουσεν κι ένιωσέν τον η κόρη (Αχιλλ. L 921).
- α) Αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω κ.:
- 2) Αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις:
- άλλοι δεν τις ενιώθασι (ενν. τους σεισμούς), οι άλλοι τις γροικούσι (Διήγ. ωραιότ. 942).
- 3) Ξέρω, γνωρίζω, καταλαβαίνω:
- ουδέ νιώθει είντά 'ν’ η βράστη, μηδέ τα πάθη μου ψηφά 'δε πόθον (Κυπρ. ερωτ. 10911).
- 4) Πληροφορούμαι, μαθαίνω:
- εξύπνησεν ο Νόαχ από το κρασί του και ένιωσεν το ος έκαμεν αυτουνού ο υιός του ο μικρός (Πεντ. Γέν. IX 24).
- 5) Αισθάνομαι, νιώθω:
- (Κυπρ. ερωτ. 610)·
- ποτέ δεν ένιωσε (ενν. η ψυχή της Παρθένου) … επιθυμίαν σαρκικήν (Ροδινός 83).
- 6) Προαισθάνομαι:
- νιώθω τον Χάρον ότοιμα κοντά μου (Κυπρ. ερωτ. 10434).
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1) Αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις:
- κυβερνά (ενν. η ψυχή) το κορμί, σάμπως είναι το να βλέπομεν, να νιώθομεν (Ροδινός 93· Κυπρ. ερωτ. 611).
- 2) Ακούω:
- φωνάζει η κόρη, ενιώσασιν κι οι άλλες οι βαγίτσες (Φλώρ. 1627).
- 1) Αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις:
[πιθ. <αόρ. έγνωσα του γνώθω (βλ. ά.) σε συμφ. με αόρ. ένιωσα <ενόησα του νοώ (Φιλήντας· βλ. Ανδρ., λ. νιώθω και νιώνω)· πβ. μεταγνώθω και μετανιώνω. Ο τ. στο Βλάχ. (νοι‑) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. (νοι‑) και σήμ.]
- Ά Μτβ.