Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νιότη η [nóti] Ο30α : (λογοτ.) νιάτα: Aνθίζει η ~ του σαν λουλούδι. Kλαίει για τη χαμένη ~ του.
[μσν. νιότη < νεότη με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. νεότ(ης) μεταπλ. -η]
[Λεξικό Κριαρά]
- νιότη(ς) η,
- βλ. νεότης.