Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νιχιλισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νιχιλισμός ο [nixilizmós] Ο17 : ο μηδενισμός 1.

[λόγ. < γαλλ. nihilisme (< λατ. nihil `τίποτε΄) ορθογρ. δαν. (-isme = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες