Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νιτρικός -ή -ό [nitrikós] Ε1 : (χημ., ορυκτ.) που περιέχει νίτρο, δηλαδή νιτρικά άλατα: Nιτρικό οξύ, ακουαφόρτε. Nιτρικό ασβέστιο / κάλιο / νάτριο, νίτρο.
[λόγ. < γαλλ. nitrique < nitr(e) = νίτρ(ο) -ique = -ικός (διαφ. το ελνστ. ἡ νιτρική, τά νιτρικά `φόρος στη σόδα΄)]