Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νιούτον
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νιούτον το [núton] Ο (άκλ.) : (φυσ.) μονάδα μέτρησης της δυνάμεως, στο διεθνές σύστημα· (πρβ. δύνη).

[λόγ. < αγγλ. newton < ανθρωπων. Newton (Άγγλος φιλόσοφος και μαθηματικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες