Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νικώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νικώ [nikó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : αναδεικνύομαι σε έναν αγώνα ο ισχυρότερος, ο καλύτερος. ANT ηττώμαι. 1. αναγκάζω τον εχθρό να υποχωρήσει (σε πόλεμο ή σε μάχη): Οι Έλληνες νίκησαν τους Πέρσες. Ο εχθρικός στρατός νικήθηκε κατά κράτος. 2α. κερδίζω, έρχομαι πρώτος ή από τους πρώτους σε μια αναμέτρηση, σε ένα συναγωνισμό: Nίκησε το κόμμα μας / η ομάδα μας. Σε νικάω στο πάλεμα. Ποιο άλογο νίκησε στις ιπποδρομίες; || (αθλ.) ~ στα σημεία*. β. επικρατώ σε μια ιδεολογική ή ηθική πάλη: H δημοκρατία νίκησε (το φασισμό). Aγωνίζεται για να νικήσει τις αδυνα μίες / τα ελαττώματά του, να τα εξαλείψει, να κυριαρχήσει σ΄ αυτά. γ1. κατορθώνω να αντιμετωπίσω φυσικά φαινόμενα, να φανώ πιο δυνατός από φυσικές καταστάσεις που με βασανίζουν: Ο άνθρωπος νίκησε το κρύο. Δε θα νικήσουμε ποτέ το θάνατο, δε θα γίνουμε αθάνατοι. Πάλεψε και νίκησε το θάνατο, γλίτωσε από θανάσιμο κίνδυνο. Nίκησε το χρόνο, για κπ. ή για κτ. που δεν το(ν) έφθειρε ο χρόνος. γ2. για φυσικά φαινόμενα ή καταστάσεις στις οποίες υποκύπτει ο άνθρωπος: Tους πολιορκημένους δεν τους νίκησε ο χειμώνας. Tον νίκησε ο φόβος. || υπερνικώ: ~ εμπόδια / δυσκολίες. (έκφρ.) Iησούς Xριστός* νικά κι όλα τα κακά σκορπά. 3. (μππ.) Ο νικημένος στρατός και ως ουσ. ο νικημένος, ηττημένος. ANT νικητής: Οι νικημένοι παραδίδουν τα όπλα. Οι νικημένοι των εκλογών, οι χαμένοι. Οι νικημένοι της ζωής.

[αρχ. νικῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
νικώ· ανικώ· μτχ. παρκ. νικισμένος.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1)
        • α) Καταβάλλω κάπ. σε μάχη, μονομαχία ή άλλη αναμέτρηση, κερδίζω:
          • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 22430), (Ερωτόκρ. Β́ 2048), (Διγ. Άνδρ. 39524), (Ασσίζ. 10627
          • νικάται ο Φερδερίχος … νίκην φοβεράν (Λίβ. Esc. 3230 (ιδιάζ. σύντ. · βλ. νίκη α)
        • β) (με σύστ. αντικ.):
          • ενίκησε νίκην φοβεράν (Λίβ. N 2869
        • γ) (με είδος σύστ. αντικ. που δηλώνει το αγωνιστικό πεδίο):
          • πολέμους νικήσαντα (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 351
          • ενίκησα … την τζούστραν (Ιμπ. 787
        • δ) (προκ. για νίκη απέναντι σε πνευματικό εχθρό):
          • ενίκησαν (ενν. Πέτρος και Παύλος) και εθανάτωσαν Σίμον τον μάγον (Χρον. 307 σημ. 2
        • ε) (μεταφ. προκ. για τον προσωποποιημένο Έρωτα):
          • ο έρως τον ενίκησεν να κάμει το θέλημάν του (Αχιλλ. L 934· Διγ. Ο 1557
        • στ) (προκ. για τη Μοίρα):
          • (Ερωτόκρ. Έ 1008
        • ζ) (προκ. για συμπλοκή με μεγάλο ζώο):
          • δεν είναι δυνατόν αρκούδα να νικηθεί με το σπαθίον (Διγ. Άνδρ. 34412).
      • 2) Κερδίζω κ. ως έπαθλο της νίκης:
        • το στεφάνι το χρουσό … αν πεθυμού και θε να το νικήσου (Ερωτόκρ. Β́ 2231).
      • 3) (Προκ. για ερωτική επιτυχία) κατακτώ, γοητεύω:
        • Τούτος αγάπα κι ήλπιζε μια κόρη να νικήσει (Ερωτόκρ. Β́ 427· Κυπρ. ερωτ. 671).
      • 4)
        • α) Υπερνικώ, υπερισχύω, αποδεικνύομαι ανώτερος από κάπ. ή κ.:
          • (Ερωτόκρ. Ά 580), (Μεταξά, Επιστ. 47), (Διγ. Άνδρ. 38327
        • β) (προκ. για πάθη) δαμάζω, κατανικώ:
          • Η γνώση σου τα βάρητα και λογισμούς ενίκα (Ερωτόκρ. Γ́ 1019· Κορων., Μπούας 52).
      • 5) Ξεπερνώ κάπ. σε κ., υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάπ.:
        • και την σελήνην εκπαντός ενίκα (ενν. η κόρη) εις το κάλλος (Διγ. Z 123· Καλλίμ. 180
      • 6) Επιβάλλω σε κάπ. τη θέλησή μου:
        • Ενίκησέ σε τάχατες η μάννα σου, κερά μου, να παντρευτείς; (Φορτουν. Γ́ 441).
      • 7)
        • α) Κυριεύω, κατακτώ (με αντικ. ουσ. που δηλώνουν τόπο, κάστρο, κ.τ.ό.):
          • (Μαχ. 1630
          • τ’ αθλιότατον καστέλλιν ενικήσαν (Αχέλ. 1140
        • β) εξοντώνω, αφανίζω:
          • να νικήσει τα πουλιά που κατοικού στα δάση (Τζάνε, Κρ. πόλ. 42225).
      • 8)
        • α) (Προκ. για ασθένεια) καταβάλλω κάπ.:
          • (Πανάρ. 694
        • β) (προκ. για την ερωτική επιθυμία) κυριεύω, εξουσιάζω κάπ.:
          • (Ερωφ. Δ́ 665), (Ερωτόκρ. Ά 1257
        • γ) (προκ. για δαιμονική επήρεια) φέρνω γρουσουζιά, κακοτυχία:
          • φλυαρούσι … πως τους νικούσι τα πουλία … ή ο κόραξ (Νομοκ. 38630).
      • 9)
        • α) (Προκ. για δικαστικό αγώνα) κερδίζω, νικώ κάπ.:
          • (Διδ. Σολ. P 96), (Ασσίζ. 907
        • β) (με αντικ. το ουσ. πόλεμος, προκ. για τη διαδικασία στη διάρκεια της δίκης κατά την οποία ένας από τους δύο διαδίκους αντιμετωπίζει έναν από τους μάρτυρες) κερδίζω:
          • (Ασσίζ. 10712
        • γ) (γενικ. προκ. για κάπ. ζήτημα):
          • (Μαχ. 964
        • δ) έχω προτεραιότητα:
          • (Νομοκριτ. 97
        • ε) έχω μεγαλύτερη ισχύ:
          • στοιχήματα καταπονούν ού νικούν τον νόμον (Ασσίζ. 789).
      • 10) Αντιμετωπίζω κ. με επιτυχία:
        • με τέχνη κι ο γιαλός πολλές φορές νικάται (Ερωφ. Γ́ 53).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1)
        • α) Αναδεικνύομαι νικητής, υπερισχύω σε μάχη ή σε οποιαδήποτε αναμέτρηση, επικρατώ, νικώ:
          • (Κορων., Μπούας 27), (Ερωτόκρ. Ά 552), (Διγ. Α 1301
        • β) (σε μεταφ.):
          • (Ερωτόκρ. Ά 1673).
      • 2)
        • α) Υπερισχύω, είμαι ανώτερος:
          • (Γαδ. διήγ. 80
        •  
          • β1) (μεταφ.) υπερισχύω, επιβάλλομαι, επικρατώ:
            • να μη νικήσου σήμερο τα βάσανα κι οι πρίκες (Ερωτόκρ. Δ́ 680
            • Στο ύστερον ενίκησεν η αγάπη του παιδιού του (Ερωτόκρ. Γ́ 917
          • β2) (προκ. για τον Έρωτα ή την ερωτική επιθυμία):
            • (Στάθ. Β́ 200), (Ερωτόκρ. Ά 271).
      • 3) (Προκ. για διένεξη, δικαστικό αγώνα) κερδίζω, δικαιώνομαι:
        • (Ασσίζ. 4298
        • είτις νικηθεί, εντέχεται να τον κρεμάσουν (Ασσίζ. 21910).
  • II. (Μέσ.) αποτυχαίνω, αδυνατώ:
    • εκείνος οπού 'ρέγεται ως διά να την πηδήσει, νικάται ο κακότυχος να την καλοκαρδίσει (Σαχλ. Á PM 281).
  • Φρ.
  • 1) Νικώ έρωταν (κάπ.) = ικανοποιώ την ερωτική επιθυμία (κάπ.):
    • (Καλλίμ. 2156).
  • 2) Νικώνται τα μάτια μου = με παίρνει ο ύπνος:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [968]).
  • Το θηλ. της μτχ. ενεργ. ενεστ. έναρθρ. ως ουσ. = νίκη·
    • φρ. λαγχάνω, λαμβάνω, τυγχάνω την νικώσαν = νικώ:
      • (Δούκ. 1578), (Πρέσβ. ιππ. 96), (Δούκ. 2711).
  • Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = νικητής:
    • (Αχιλλ. L 241
    • Δώστε πόλεμον κι είμεσταν νικημένοι (Θρ. Κύπρ. Μ 750).
  • [αρχ. νικάω. Η λ. και σήμ.]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες