Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νικηφόρος, επίθ.
-
- Που κερδίζει νίκες:
- (Διγ. Z 4205), (Βίος Αλ. 3939).
- Το αρσ. ως ουσ. = νικητής:
- (Ζήν. Β́ 329).
[αρχ. επίθ. νικηφόρος. Η λ. και σήμ.]
- Που κερδίζει νίκες:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νικηφόρος -α -ο [nikifóros] Ε4 : α.που φέρνει τη νίκη, που τελειώνει με νίκη: Οι νικηφόροι βαλκανικοί πόλεμοι. Nικηφόρες εκστρατείες. β. που νίκησε· νικητής: Ο ~ στρατός.
νικηφόρα ΕΠIΡΡ: Ο αγώνας έληξε ~. [λόγ. < αρχ. νικηφόρος]