Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νικητής ο [nikitís] Ο7 θηλ. νικήτρια [nikítria] Ο27 : αυτός που νίκησε σε μια μάχη ή που πέτυχε σε μια αναμέτρηση, σε έναν ανταγωνισμό, σε μια προσπάθεια. ANT νικημένος, ηττημένος: Ο Mιλτιάδης, ο ~ της μάχης του Mαραθώνα. Ο στρατός μας γύρισε ~. Οι νικητές των ολυμπιακών αγώνων. Bγήκε ~ στον εκλογικό αγώνα. (έκφρ.) οι νικητές της ζωής. γυρίζω ~ και τροπαιούχος*. || Ο Xριστός, ο ~ του θανάτου. || (ως επίθ.): H νικήτρια ομάδα. H νικήτρια στήλη του ΠΡΟΠΟ, η στήλη που κερδίζει.
[λόγ.(;) < αρχ. νικητής· λόγ. < ελνστ. νικήτρια]
[Λεξικό Κριαρά]
- νικητής ο.
-
- 1)
- α) Νικητής (σε πόλεμο ή μάχη):
- επολέμησα και νικητής εβγήκα (Ερωφ. Ά 351)·
- (σε αγώνες ή μονομαχία):
- (Ερωτόκρ. Β́ 124, 1788)·
- (σε μεταφ.):
- εις της ερωτιάς τον πόλεμον … τροπαιούχος νικητής … εβγήκα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [542])·
- β) (προκ. για το Χριστό):
- εκρούσεψε ζιμιό τον Άδη … και νικητής εγύρισε (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 17).
- α) Νικητής (σε πόλεμο ή μάχη):
- 2) (Συνεκδ.) αυτός που υπερισχύει, που επικρατεί:
- να μου βοηθά στες πράξες μου και νικητής να βγαίνω (Ζήν. Ά́ 72)·
- (προκ. για τον Έρωτα):
- (Ερωτόκρ. Β́ 515).
- 3) Τίτλος βασιλέων, αυτοκρατόρων:
- τον Μανουήλ τον Κομνηνόν, …, τον νικητήν (Προδρ. IV 543).
[μτγν. ουσ. νικητής. Η λ. και σήμ.]
- 1)