Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νικήτρια η· νικήτρα.
-
- Αυτή που υπερισχύει, που κερδίζει τον αντίπαλό της:
- τσι νικήτρες ως θεές τιμού (Ροδολ. Β́ 282).
[<ουσ. νικητής + κατάλ. ‑τρια. Ο τ. στο Somav. (λ. ‑ια). Η λ. σε Γλωσσάρ. και σήμ.]
- Αυτή που υπερισχύει, που κερδίζει τον αντίπαλό της: