Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νηφαλιότητα η [nifaliótita] Ο28 : η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο νηφάλιος: Kρίνω / σκέφτομαι / αντιμετωπίζω κτ. με ~. H~ της κρίσης / της σκέψης.
[λόγ. < ελνστ. νηφαλιότης, αιτ. -ητα]