Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νηφαλέως
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
νηφαλέως, επίρρ.
  • Με το νου νηφάλιο· με σοβαρότητα, ήσυχα:
    • προβαίνεις εις προαύλιον του ναού νηφαλέως (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1154).

[μτγν. επίρρ. νηφαλέως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες