Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νηστικός, επίθ.
-
- 1)
- α) Που δεν έχει φάει, νηστικός:
- νηστικοί εννέα ημέρες, διότι δεν ηύρισκαν φαγί (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 76v)·
- β) (προκ. για εκδήλωση πένθους):
- δειπνούντες όλοι οι Έλληνες, αυτός Αχιλλεύς μένει νηστικός διά τον Πάτροκλον (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Κ́ Υπόθ).
- α) Που δεν έχει φάει, νηστικός:
- 2) Πεινασμένος:
- αχόρταστον και νηστικόν (Αιτωλ., Μύθ. 614)·
- (σε παροιμ.):
- οπού ένι χορτασμένος ποτέ ου πιστεύει νηστικόν (Γλυκά, Στ. 118).
- 3) Που δεν είναι πιωμένος, δεν έχει μεθύσει, ξεμέθυστος:
- καμίαν ημέραν δεν είσαι νηστικός, μόνον ολοένα σε κοιτάζω εις το καπηλείον (Συναδ. φ. 103v).
- Το θηλ. ως ουσ. = ημέρα νηστείας:
- έπαιρνεν καθημερινόν μίαν όρνιθαν … και την νηστικήν ψάριν (Μαχ. 5445).
[<αρχ. επίθ. νήστις + κατάλ. ‑ικός. Η λ. τον 6. αι. (L‑S· άσχ. το αρχ. νηστικός) και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νηστικός -ή / -ιά -ό [nistikós] Ε1, Ε2 : α.που δεν έχει φάει. ANT φαγωμέ νος: Είναι ~ και πεινασμένος. Παρόλο που είμαι ~ απ΄ το πρωί, δεν πεινάω καθόλου. β. που δεν έχει φάει αρκετά: Σηκώθηκα ~ απ΄ το τραπέζι. || (ως ουσ.) ο νηστικός, αυτός που δεν έχει ικανοποιήσει τις βασικές υλικές ανάγκες του· πεινασμένος. ANT χορτάτος. ΠAΡ Nηστικό αρκούδι* δε χορεύει. ΠAΡ ΦΡ όποιος πεινάει* / ο πεινασμένος / ο ~ καρβέλια ονειρεύεται.
νηστικούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ: Είναι σαν ~, για μικρόσωμο και αδύνατο άνθρωπο. [ελνστ. ή μσν. νηστικός `για χρήση σε νηστεία΄ < αρχ. νῆστ(ις) `νηστικός΄ -ικός (διαφ. το αρχ. νηστικός `κλωστικός΄)· νηστικ(ός) -ούλης]