Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νηστεύω [nistévo] Ρ5.2α : 1.δεν τρώω ορισμένες τροφές για θρησκευτικούς λόγους· κάνω νηστεία: ~ και το λάδι για να μεταλάβω. ~ Tετάρτη και Παρασκευή και δεν αρταίνομαι. Οι μωαμεθανοί νηστεύουν, όταν έχουν το ραμαζάνι. || ~ κπ., δίνω σε κπ. να φάει νηστίσιμα φαγητά: Θα το νηστέψω το παιδί μου για να το μεταλάβω. 2. (προφ.) στερούμαι ορισμένες υλικές απολαύσεις για ορισμένο διάστημα.
[αρχ. νηστεύω (ως χριστιανική αρχή ελνστ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- νηστεύω· νηστεύγω.
-
- Ά Αμτβ.
- 1) Απέχω από τροφή, μένω νηστικός:
- (Διγ. Esc. 661)·
- να νηστέψω, μήπως ο Θεός … μας ελεήσει (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 77r).
- 2)
- α) (Θρησκ.) νηστεύω:
- (Διήγ. ωραιότ. 180)·
- Νηστεύγεις και καταλαλείς … και σωτηριά ολπίζεις; (Δεφ., Σωσ. 299)·
- β) (για θρησκ. λόγους) μένω νηστικός:
- Σαράντα μέρες στο βουνίν … νύκτα και μέρα στον Θεόν ο Μωυσής νηστεύει (Χούμνου, Κοσμογ. 2702).
- α) (Θρησκ.) νηστεύω:
- 1) Απέχω από τροφή, μένω νηστικός:
- Β́ Μτβ.
- 1) Απέχω από ορισμένες τροφές
- α) (προκ. για εκδήλωση πένθους):
- Πεινώμεν, αποθνήσκομεν νηστεύοντες το κρέας (Καλλίμ. 1513)·
- β) (για θρησκ. λόγους):
- (Δεφ., Σωσ. 294).
- α) (προκ. για εκδήλωση πένθους):
- 2) Τηρώ νηστεία καθορισμένη από την Εκκλησία:
- εκείνοι οπού δεν νηστεύγουσι την αγίαν τως Σαρακοστή (Αποκ. Θεοτ. I 214).
- 3) (Μεταφ.) απέχω από αμαρτία:
- νήστευγε … την πορνειά, μοιχειά και αδικία (Δεφ., Σωσ. 305).
- 1) Απέχω από ορισμένες τροφές
[αρχ. νηστεύω. Ο τ. στο Βλάχ.· πβ. τ. ‑εύκω σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- Ά Αμτβ.