Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νησιώτης ο [nisxótis] Ο10 θηλ. νησιώτισσα [nisxótisa] Ο27 : αυτός που γεννήθηκε και ζει σε νησί ή που κατάγεται από νησί: Οι Έλληνες νησιώτες. Είναι νησιώτισσα.
[νησ(ί) -ιώτης· νησιώτ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- νησιώτης ο· νησώτης.
-
- Ο κάτοικος του νησιού (ιδ. του Αιγαίου):
- (Λίμπον. 458), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 33625).
[αρχ. ουσ. νησιώτης. Η λ. και σήμ.]
- Ο κάτοικος του νησιού (ιδ. του Αιγαίου):