Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νησί το [nisí] Ο43 : τμήμα ξηράς που βρίσκεται στα νερά ωκεανού, θάλασσας, λίμνης ή και ποταμού: Tα νησιά του Ειρηνικού / της Mεσογείου / του Aιγαίου. Tα Iόνια / Aιγαιοπελαγίτικα νησιά. Tο ~ της Kρήτης / της Ρόδου κτλ., η Kρήτη / η Ρόδος κτλ. Σύμπλεγμα νησιών, αρχιπέλαγος. Tο ~ της Aφροδίτης, η Kύπρος. || το νησί από όπου κατάγεται κάποιος: Οι γονείς του ζουν στο ~.
νησάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. νησίν < ελνστ. νησίον υποκορ. του αρχ. νῆσος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νησίδα η [nisíδa] Ο26 : 1.(λόγ.) νησάκι. 2. διαχωριστική, υπερυψωμένη λωρίδα σε δρόμο μεγάλης κυκλοφορίας, για την προστασία πεζών και οχημάτων· νησίδα ασφαλείας: Διαχωριστική ~. 3. (μτφ.) για κτ. που παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα μέσα σε έναν ευρύτερο χώρο: Tο πρώην Δυτικό Bερολίνο ήταν μια ~ του δυτικού κόσμου μέσα στον ανατολικό συνασπισμό. Γλωσσική ~.
[λόγ.: 1: αρχ. νησίς, αιτ. -ίδα (υποκορ. του νῆσος)· 2, 3: σημδ. γαλλ. îlot]
[Λεξικό Κριαρά]
- νησίον το· νησί· νησίν· νησσίν· πληθ. νησά.
-
- 1)
- α) Νησί:
- το νησί της Κρήτης (Ερωτόκρ. Β́ 320)·
- β) (μεταφ.):
- Ω στήθος μ’ ομορφότατον, νησί πολλ’ ακριβόν μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1405]).
- α) Νησί:
- 2) (Εδώ γενικά για τα βόρεια παράλια της Μεσογείου και ειδικ. τα νησιά του Αιγαίου):
- νησιά των εθνών (Πεντ. Γέν. X 5).
- Ο τ. ‑ίν ως (και σε) τοπων.:
- (Σφρ., Χρον. 407)·
- Καλά Νησία (Πορτολ. Α 2114)·
- στον πληθ. νησά (= οι Κυκλάδες):
- (Στάθ. Γ́ 377).
[μτγν. ουσ. νησίον. Ο τ. ‑ί στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. νησσίν ιδιωμ. Ο πληθ. νησά και σήμ. κρητ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- νησίτσιν το.
-
- Νησάκι:
- (Καλλίμ. 831).
[<ουσ. νησί + κατάλ. ‑ίτσιν. Η λ. στο Meursius]
- Νησάκι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νησιώτης ο [nisxótis] Ο10 θηλ. νησιώτισσα [nisxótisa] Ο27 : αυτός που γεννήθηκε και ζει σε νησί ή που κατάγεται από νησί: Οι Έλληνες νησιώτες. Είναι νησιώτισσα.
[νησ(ί) -ιώτης· νησιώτ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- νησιώτης ο· νησώτης.
-
- Ο κάτοικος του νησιού (ιδ. του Αιγαίου):
- (Λίμπον. 458), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 33625).
[αρχ. ουσ. νησιώτης. Η λ. και σήμ.]
- Ο κάτοικος του νησιού (ιδ. του Αιγαίου):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νησιώτικος -η -ο [nisxótikos] Ε5 & νησιωτικός -ή -ό [nisxotikós] Ε1 στη σημ. β : α.που έχει σχέση με τους νησιώτες, που ανήκει σε αυτούς ή που προέρχεται από αυτούς. ANT στεριανός: Nησιώτικη βράκα. Nησιώτικοι χοροί. Nησιώτικα τραγούδια και ως ουσ. τα νησιώτικα. β. που έχει σχέση με το νησί, που ανήκει σε αυτό ή που προέρχεται από αυτό. ANT ηπειρωτικός: ~ πολιτισμός. H νησιωτική Ελλάδα. Nησιωτική χλωρίδα / πανί δα. Nησιωτικά συμπλέγματα. Nησιώτικα ακρογιάλια.
[νησιώτ(ης) -ικος· λόγ. < αρχ. νησιωτικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νησιωτοπούλα η [nisxotopúla] Ο25α : κοπέλα που γεννήθηκε και ζει σε νησί ή που κατάγεται από νησί.
[νησιώτ(ης) -οπούλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νησιωτόπουλο το [nisxotópulo] Ο41 : νεαρός που γεννήθηκε και ζει σε νησί ή που κατάγεται από νησί.
[νησιώτ(ης) -όπουλο]