Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νηπιακός -ή -ό [nipiakós] Ε1 : που αναφέρεται στο νήπιο, που ταιριάζει σε αυτό ή που προορίζεται για αυτό: Nηπιακή ηλικία / γλώσσα. ~ σταθμός, είδος νηπιαγωγείου. ΦΡ κτ. βρίσκεται / είναι σε νηπιακή κατάσταση, για κτ. που βρίσκεται σε ένα πρώιμο στάδιο ανάπτυξης ή μειωτικά, για κτ. που δεν έχει αναπτυχθεί, εξελιχθεί: H οργάνωση των δημόσιων υπηρεσιών βρίσκεται ακόμα σε νηπιακή κατάσταση.
[λόγ. νήπι(ον) -ακός]