Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νηοπομπή η [niopombí] Ο29 : ομάδα εμπορικών συνήθ. πλοίων που σε καιρό πολέμου πλέουν με συνοδεία πολεμικών πλοίων, για λόγους προστασίας.
[λόγ. < αρχ. νηό(ς) ποιητική γεν. αντί του αττικού νεώς (ναῦς) `πλοίο΄ + πομπή μτφρδ. αγγλ. escort of ships]