Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νηνεμία η [ninemía] Ο25 : 1.έλλειψη ανέμου, άπνοια. || η γαλήνη που δημιουργεί η άπνοια στη θάλασσα. 2. (μτφ.) απόλυτη ηρεμία, απουσία ψυχικής ή κοινωνικής έντασης.
[λόγ. < αρχ. νηνεμία]