Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεύμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεύμα το [névma] Ο49 : τυποποιημένη κίνηση συνήθ. του κεφαλιού ή των ματιών, για να δηλώσουμε σε κπ. συνήθ. την άρνηση ή τη συγκατάθεσή μας, χωρίς να μιλήσουμε: Ένα ~ του αρκεί για να τον υπακούσουν όλοι. Mου έκανε ~ να σταματήσω. || σύστημα επικοινωνίας που χρησιμοποιεί τις κινήσεις των χεριών, των ματιών, του στόματος, των φρυδιών, των ώμων κτλ. και αντικαθιστά τον προφορικό λόγο: Σύστημα νευμάτων για κωφαλάλους.

[λόγ. < αρχ. νεῦμα]

[Λεξικό Κριαρά]
νεύμα το· γνέμα· γνέμαν· έγνεμα· νεύμαν.
  • 1) Νόημα, γνέψιμο:
    • (Ιμπ. (Legr.) 409), (Θησ. Θ́ [513]).
  • 2)
    • α) Εκδήλωση θέλησης με κάπ. κίνηση, εντολή:
      • (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1067]), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3403
      • (προκ. για το Θεό):
        • (Διγ. Ο 1092
    • β) έγκριση, συγκατάθεση, συγκατάνευση (εδώ προφορική):
      • διά γραφής και νεύματος χαρίζω τι (Βακτ. αρχιερ. 164
    • γ) (μεταφ.) καθοδήγηση, υπόδειξη:
      • στά βούλομαι και μεριμνώ … να κάμεις γνέμα (Σκλέντζα, Ποιήμ. 312).
  • 3) Εξακρίβωση, αναγνώριση (περιοχής):
    • εγύρεψα τόπον να κάμω γνέμα (Πικατ. 49).
  • 4) Αδίκημα:
    • να σηκωθεί μάρτυρας άδικος εις ανήρ να απιλογηθεί εις αυτόν έγνεμα (Πεντ. Δευτ. XIX 16).
  • 5) (Προκ. να δηλωθεί χρον. προσέγγιση) έκφρ. εις έγνεμα + γεν. ουσ. που δηλώνει τμήμα του ημερονυκτίου = κατά το …, προς το …:
    • εις έγνεμα πουρνού (Πεντ. Έξ. XIV 27· Δευτ. XXIII 12).

[αρχ. ουσ. νεύμα. Ο τ. γνέ‑ στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. - λαϊκ. (ΙΛ, Κριαρ., στη λ.). Ο τ. έγνεμα και τ. γνέμμαν ιδιωμ. (ΙΛ)· τ. νέμμαν κυπρ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες