Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεόπλασμα το [neóplazma] Ο49 : όγκος που σχηματίζεται από τον ανώμαλο πολλαπλασιασμό των κυττάρων: Kακοήθη νεοπλάσματα, καρκινικοί όγκοι.
[λόγ. < γαλλ. néoplasme < néo- = νεο- + αρχ. πλάσμα `κτ. σχηματισμένο΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεοπλασματικός -ή -ό [neoplazmatikós] Ε1 : που έχει σχέση με το νεόπλασμα: Nεοπλασματικά κύτταρα.
[λόγ. νεοπλασματ- (νεόπλασμα) -ικός μτφρδ. γαλλ. néoplasique]