Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεόνυμφος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
νεόνυμφος, επίθ.· θηλ. νεόνυμφη· νεόνυφος· πληθ. νεονυφάδες.
  • Που πρόσφατα παντρεύτηκε·
    • το αρσ. στον πληθ. ως ουσ. = νιόπαντρο ζευγάρι:
      • όπως … εις πόθον βάλῃ (ενν. η Αφροδίτη) τους νεόνυμφους (Ερμον. Α 220).
  • Το θηλ. ως ουσ. =
    • α) νιόπαντρη κοπέλα· (νιόπαντρη) σύζυγος:
      • (Διγ. Esc. 668
      • υπήγαινε σεμνά …, … ώσπερ κάμνουσιν όλες οι νεονυφάδες (Θησ. Θ́ [403]
      • εκάθετον (ενν. ο Θησεύς) με την νεόνυφόν του (Θησ. Β́ [21]
    • β) μνηστή, αυτή που πρόκειται να παντρευτεί:
      • έγινες νεόνυμφος … ενός απ’ αυτουνούς τους δυο (Θησ. Έ [1025]).

[μτγν. επίθ. νεόνυμφος. Το θηλ. ‑η στο Somav. Ο τ. νεόνυφος η, κ.ά. σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ. ως ουσ. στον πληθ. του αρσ. και στο θηλ. ‑η, λαϊκ. νιόνυφη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεόνυμφος -η -ο [neónimfos] Ε5 : που μόλις παντρεύτηκε ή που παντρεύτηκε πρόσφατα· νιόπαντρος. || (ως ουσ.) ο νεόνυμφος, θηλ. νεόνυμ φη: Tο ζεύγος των νεονύμφων.

[λόγ. < ελνστ. νεόνυμφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες