Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεωκόρος ο [neokóros] Ο18 θηλ. νεωκόρος [neokóros] Ο35 & νεωκόρισσα [neokórisa] Ο27 : αυτός που φροντίζει για την καθαριότητα, την τάξη και την ασφάλεια ενός ενοριακού ναού· εκκλησάρης.
[λόγ. < αρχ. νεωκόρος `επιστάτης αρχαίου ναού΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· νεωκόρ(ος) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- νεωκόρος ο.
-
- Επιστάτης ναού:
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 132).
[αρχ. ουσ. νεωκόρος. Η λ. και σήμ.]
- Επιστάτης ναού: