Παράλληλη αναζήτηση
16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεφρό το [nefró] Ο38 : καθένα από τα δύο ουροποιητικά όργανα των σπονδυλωτών, τα οποία στον άνθρωπο έχουν σχήμα φασολιού και βρίσκονται στην οσφυϊκή χώρα, δεξιά και αριστερά από τη σπονδυλική στή λη: Έχει πέτρες / άμμο στα νεφρά. ΦΡ μου έπεσαν τα νεφρά, όταν σηκώ νω μεγάλα βάρη και αισθάνομαι πόνους στη μέση. άνοιξαν τα νεφρά μου, για κπ. που έχει συχνουρία.
[μσν. νεφρά (πληθ.) < αρχ. νεφροί (πληθ., σπάν. εν. νεφρός ὁ) μεταπλ. σε ουδ. κατά τα ήπατα]
[Λεξικό Κριαρά]
- νεφρό το,
- βλ. νεφρό(ν).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεφρο- [nefro] & νεφρό- [nefró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & νεφρ- [nefr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (ιατρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό παρατηρείται στα νεφρά ή αφορά τα νεφρά: νεφραλγία, ~γραφία, ~κήλη, ~λιθίαση, ~λογία, νεφρόλυση, ~ρραφία.
[λόγ. < γαλλ. néphro- θ. του αρχ. ουσ. νεφρό(ς) ως α' συνθ.: νεφρο-λογία < γαλλ. néphrologie]
[Λεξικό Κριαρά]
- νεφρό(ν) το.
-
- 1) Νεφρό:
- ένας πόνος … οπίσω στο ζερβό νεφρό (Φορτουν. Ά 149).
- 2)
- α) (Στον πληθ.) η περιοχή του σώματος όπου βρίσκονται τα νεφρά, η οσφύς:
- το ελάδιν ας το αλείψει στα νεφρά της (Σταφ., Ιατροσ. 21104)·
- β) (προκ. για ζώο):
- εκατέβασα το σπαθίον μου και έδωκα το άλογόν της εις τα νεφρά (Διγ. Άνδρ. 39515).
- α) (Στον πληθ.) η περιοχή του σώματος όπου βρίσκονται τα νεφρά, η οσφύς:
- Φρ.
- 1) Αχαμνίζουν, βλάπτονται, πέφτουν, πιάνονται τα νεφρά μου = καταβάλλομαι, εξασθενίζω από υπερβολική κούραση:
- (Γαδ. διήγ. 338), (Προδρ. IV 619 κριτ. υπ. χφφ PK και V), (Περί γέρ. (Δαν.) 48).
- 2) Κόβω τα νεφρά κάπ. = καταβάλλω, καταπονώ κάπ.:
- (Φορτουν. Δ́ 18).
- 3) Σοσπώ τα νεφρά μου = χτυπώ δυνατά στην περιοχή των νεφρών:
- (Στάθ. Γ́ 250).
[<ουσ. νεφρός με μεταπλ. Η λ. στο Βλάχ (στον πληθ.) και σήμ. (‑ό)]
- 1) Νεφρό:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεφροειδής -ής -ές [nefroiδís] Ε10 : που έχει το σχήμα του νεφρού.
[λόγ. < αρχ. νεφροειδής]
[Λεξικό Κριαρά]
- νεφροκοπώ,
- βλ. νευροκοπώ.
[Λεξικό Κριαρά]
- νεφροκουράζομαι.
-
- Κουράζομαι, παραλύω, «πιάνομαι»:
- Πουλίν αν βάλῃς εις κλουβίν …, εκεί νεφροκουράζεται και ου δύναται πετάσειν (Γλυκά, Στ. 227).
[<ουσ. νεφρό(ν) + κουράζομαι]
- Κουράζομαι, παραλύω, «πιάνομαι»:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεφρολιθίαση η [nefroliθíasi] Ο33 : σχηματισμός λίθων στα νεφρά.
[λόγ. < νλατ. nephrolithiasis < nephro- = νεφρο- + lithiasis = λιθία(σις) -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεφρολογία η [nefrolojía] Ο25 : κλάδος της παθολογίας που ασχολείται με τις παθήσεις των νεφρών.
[λόγ. < γαλλ. néphrologie < néphro- = νεφρο- + -logie = -λογία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεφρολογικός -ή -ό [nefrolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη νεφρολογία: Nεφρολογικό τμήμα νοσοκομείου.
[λόγ. < γαλλ. néphrologique < néphro log(ie) = νεφρολογ(ία) -ique = -ικός]