Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεφρολογικός -ή -ό [nefrolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη νεφρολογία: Nεφρολογικό τμήμα νοσοκομείου.
[λόγ. < γαλλ. néphrologique < néphro log(ie) = νεφρολογ(ία) -ique = -ικός]