Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νεφρικός, επίθ.
-
- Που έχει σχέση με τα νεφρά·
- (εδώ προκ. για φυτό) ?που έχει θεραπευτικές ιδιότητες για τα νεφρά:
- Κορίζιον νεφρικόν (Ορνεοσ. αγρ. 56921).
- (εδώ προκ. για φυτό) ?που έχει θεραπευτικές ιδιότητες για τα νεφρά:
[μτγν. επίθ. νεφρικός. Η λ. και σήμ.]
- Που έχει σχέση με τα νεφρά·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεφρικός -ή -ό [nefrikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο νεφρό ή στα νεφρά: Nεφρική αρτηρία. Nεφρική ανεπάρκεια, μείωση έως και πλήρης διακοπή της λειτουργίας των νεφρών.
[λόγ. < ελνστ. νεφρικός σφαλερή γραφή του αρχ. νεφριτικός `που αναφέρεται στα νεφρά΄, ελνστ.: `που πάσχει από νεφρίτιδα΄]