Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεφρίτης ο [nefrítis] Ο10 : είδος σκληρού ορυκτού που το χρώμα του ποικίλλει από ανοιχτό έως σκούρο πράσινο.
[λόγ. < γερμ. Nephrit < αρχ. νεφρ(ός) -it = -ίτης]