Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεφρίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεφρίτης ο [nefrítis] Ο10 : είδος σκληρού ορυκτού που το χρώμα του ποικίλλει από ανοιχτό έως σκούρο πράσινο.

[λόγ. < γερμ. Nephrit < αρχ. νεφρ(ός) -it = -ίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες