Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεφοσκεπής -ής -ές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεφοσκεπής -ής -ές [nefoskepís] Ε10 : (λόγ.) συννεφιασμένος.

[λόγ. νέ φ(ος) -ο- + -σκεπής μτφρδ. γερμ. wolkenbedeckt]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες