Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεφέλη η [neféli] Ο30 : (λόγ., λογοτ.) σύννεφο.
[λόγ. < αρχ. νεφέλη]
[Λεξικό Κριαρά]
- νεφέλη η.
-
- 1) Σύννεφο:
- (Κρασοπ. ΑΟ 25), (Αποκ. Θεοτ. I 115)·
- (προκ. για το σύννεφο που οδηγούσε τους Εβραίους κατά την Έξοδο· εδώ σε μεταφ.):
- (Χίκα, Μονωδ. 170)·
- φρ. ανεβαίνω μέχρι νεφελών = αυξάνομαι υπερβολικά:
- (Λίβ. Sc. 1232).
- 2) (Μεταφ.) θλίψη, λύπη:
- (Ζήν. Ά 232).
- 3) Πάθηση των ματιών:
- Περί οφθαλμόν οπού ρίκτει νεφέλη (Ιατροσόφ. 8714· Ιερακοσ. 3941).
[αρχ. ουσ. νεφέλη. Τ. (α)νεφέλη σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Σύννεφο: