Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νευρώδης, επίθ.
-
- Που έχει πολλές νευρικές ίνες, γεμάτος νεύρα:
- (Προδρ. III 273-38 χφφ PK κριτ. υπ.), (Ιερακοσ. 41516‑7).
[αρχ. επίθ. νευρώδης. Η λ. και σήμ. συν. μεταφ.]
- Που έχει πολλές νευρικές ίνες, γεμάτος νεύρα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νευρώδης -ης -ες [nevróδis] Ε11 : που τον διακρίνει η ζωτικότητα ή η ζωηρότητα: Έχει νευρώδες σώμα. Είναι ~. || (μτφ.): Nευρώδες ύφος, όταν ο συγγραφέας εκφράζεται με παραστατικότητα και συντομία.
[λόγ. < αρχ. νευρώδης]