Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νευροπαθής -ής -ές [nevropaθís] Ε10 : συνήθ. ως ουσ. ο νευροπαθής, θηλ. νευροπαθής, αυτός που έχει νευροπάθεια.
[λόγ. < γαλλ. névropathe < névropath(ie) -ής (αναδρ. σχημ.)]