Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νευρολογικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νευρολογικός -ή -ό [nevrolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη νευρολογία: Nευρολογική κλινική / εξέταση. νευρολογικά ΕΠIΡΡ: Εξετάζω κπ. ~.

[λόγ. < γαλλ. névrologique, neurologique < névrolog(ie), neurolog(ie) = νευρολογ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες