Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νευρικότητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νευρικότητα η [nevrikótita] Ο28 : η ιδιότητα του νευρικού ή η κατάσταση αυτού που βρίσκεται σε νευρική υπερένταση, σε έντονη και έκδηλη ψυχική αναστάτωση: Εργάζεται με ~ και δεν αποδίδει. Έχει μια ~ στις κινήσεις. H αναμονή των αποτελεσμάτων δημιουργεί ~, εκνευρισμό. Στο χρηματιστήριο επικρατεί ~, έντονη ανησυχία.

[λόγ. νευρικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες