Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νευριασμένος -η -ο [nevriazménos] Ε3 μππ. του νευριάζω : που έχει ενοχληθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να χάσει την ηρεμία και την ψυχραιμία του· εκνευρισμένος: Είναι ~ με τη δουλειά του και ξεσπά επάνω μου.
νευριασμένα ΕΠIΡΡ: Mη μου μιλάς έτσι ~. [μππ. του νευριάζω]