Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νευραλγία η [nevraljía] Ο25 : δυνατοί πόνοι στην περιοχή κάποιου αισθητήριου νεύρου. || (ειδικότ.) πόνοι στην περιοχή του κεφαλιού ή του προσώπου: ~ του τριδύμου.
[λόγ. < γαλλ. névralgie < névr(o)- = νευρ(ο)- + -algie = -αλγία (πρβ. μσν. νευραλγία περίπου ίδ. σημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- νευραλγία η.
-
- (Ιατρ.) πόνος των νεύρων, νευραλγία:
- (Ιατροσόφ. 566).
[<ουσ. νεύρο(ν) + αρχ. β́ συνθ. ‑αλγία (<άλγος). Η λ. στον Κουμαν. και σήμ.]
- (Ιατρ.) πόνος των νεύρων, νευραλγία: